Όταν μια αρχαία γλώσσα διαφοροποιείται με το πέρασμα των αιώνων σε νεότερες μορφές διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε να μην είναι πια δυνατή η συνεννόηση εκείνων που μιλούν τη μία γλωσσική μορφή με εκείνους που μιλούν την άλλη, τότε λέμε ότι η αρχαία αυτή γλώσσα διασπάστηκε σε νέες γλώσσες – π.χ. η λατινική που γέννησε τις νεώτερες λατινογενείς γλώσσες, την ιταλική, τη γαλλική, την ισπανική·
ή η γερμανική (τευτονική), που γέννησε τη γερμανική, την αγγλική και τις σκανδιναβικές γλώσσες. Η αρχαία ελληνική Κοινή δεν διασπάστηκε ποτέ σε νεότερες «ελληνογενείς» γλώσσες, αλλά μόνο σε τοπικές γλωσσικές μορφές με σχετικά μικρότερες διαφορές μεταξύ τους, που τις ονομάζουμε διαλέκτους και ιδιώματα.Η ποντιακή είναι μία από τις λίγες διαλέκτους του ελληνικού λαού που σχετίζονται τόσο άμεσα με την αρχαία ελληνική γλώσσα. Σήμερα, με τη γεωγραφική της έννοια, δεν υφίσταται πλέον, όμως ακόμη και τώρα, παρά το ότι πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από τότε που ο ποντιακός ελληνισμός εκπατρίστηκε, εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας – και κυρίως στη Μακεδονία όπου διαβιούν αμιγείς ποντιακοί πληθυσμοί. Ο γλωσσολόγος Άνθιμος Παπαδόπουλος προβλέπει ότι με το πέρασμα του χρόνου θα συμβεί η πλήρης γλωσσική αφομοίωσή της με την επίδραση της νεοελληνικής γλώσσας και θα καταταγεί στην κατηγορία των νεκρών γλωσσών. Η ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την αρχαία ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής των αποίκων του Πόντου από την Ιωνική Μίλητο. Οι επιδράσεις που δέχτηκε στο πέρασμα των 26 αιώνων ζωής, προέρχονται από την Κοινή των αλεξανδρινών χρόνων, και από τη μεσαιωνική Κοινή του Βυζαντίου. Επηρεάστηκε επίσης από τους Γενουάτες και τους Βενετσιάνους της Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς, καθώς φυσικά και από τους Τούρκους. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι, παρά τις προσμίξεις με ξένες λέξεις, αυτές δεν έμειναν αναφομοίωτες, αλλά εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής, συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξη της γλώσσας. Παράδειγμα, το τουρκικό ρήμα aramak έγινε στα ποντιακά αραεύω (αναζητώ), κι έδωσε νέα παράγωγα: αράεμαν (αναζήτηση-ψάξιμο) και αραευτής (ερευνητής). Χαρακτηριστικά της σημεία είναι:
Παρατηρούμε ακόμη πως αντίθετα με τη λατινική λέξη «τσεκούρι», που χρησιμοποιείται στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «αξινάριν», η οποία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «αξίνη». Επίσης, για τη λέξη κόσα, που σημαίνει το μεγάλο δρεπάνι με το οποίο θερίζει κανείς όρθιος και είναι λέξη σλαβικής προέλευσης, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κερεντή», η οποία βγαίνει από το ρήμα «κείρω» (κουρεύω). Η ποντιακή κρατώντας τη λέξη «μακέλιν» διατηρεί την αρχαία ελληνική λέξη «μακέλη» αντί για τη λέξη κασμάς που χρησιμοποιούμε σήμερα, που είναι τουρκικής προέλευσης (kazma). Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη «ρούχο». Ενώ δηλαδή η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «λώμα», που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «λώπη» (ένδυμα), η νεοελληνική χρησιμοποιεί τη σλαβική λέξη «ruho». Για τα διατηρημένα σε άλμη πικάντικα λαχανικά η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη στύπα», από το ελληνικό επίθετο στυφός, ενώ η νέα ελληνική την τουρκική λέξη τουρσί (turşu). Το ίδιο συμβαίνει και με το προϊόν που προέρχεται από το όξινο πήξιμο του γάλακτος με μαγιά. Η ποντιακή, σε αντίθεση με την νέα ελληνική που χρησιμοποιεί την τουρκική λέξη γιαούρτι (yoğurt), χρησιμοποιεί την ελληνικότατη λέξη (ο)ξύγαλαν. Όπως επίσης και την ελληνικότατη λέξη λεφτοκάριν (λεπτόν κάρυον) σε αντίθεση με τη νεοελληνική που προτίμησε το γλωσσικό αντιδάνειό της από την τουρκική, το φουντούκι (προήλθε από το «λεπτόν κάρυον το ποντικόν» από το οποίο η τουρκική κράτησε μόνον το «ποντικόν» μετατρέποντας την σε fındık). Τέλος, για τη λέξη «τσουκνίδα», η οποία δεν είναι σίγουρο πώς προέκυψε ετυμολογικά στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κνιδέα» και «κιντέα», διατηρώντας την αρχαία ελληνική ονομασία «κνίδη». Ανάλογες σκέψεις προκαλούν και αρκετά ρήματα που διασώθηκαν στην ποντιακή, τα οποία η νέα ελληνική δεν τα κράτησε ή τα αντικατέστησε με άλλα. Π.χ. το ρήμα «κλοτσώ» αντικατέστησε το αρχαίο «λακτίζω», ενώ στην ποντιακή υπάρχει ως «λαχτίζω». Το «ριγώ», που παρέμεινε αυτούσιο στην ποντιακή από την αρχαία, στη νέα ελληνική αντικαταστάθηκε από το «κρυώνω». Ακόμη, το «κρούω» διατηρήθηκε ακέραιο στην ποντιακή, ενώ στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως το «χτυπάω». Ακόμα λέξεις όπως το «μειζετέρ’», από το μείζονες (οι μεγάλοι σε ηλικία), το «λιθάρ’», από το λίθος, το «εικάζω». Επιπλέον, τα ρήματα «φιλέω-ω» και «πονέω-ώ» στη νέα ελληνική πήραν την κατάληξη «-άω-ώ», ενώ στην ποντιακή διατηρήθηκε η αρχαία κατάληξη «-έω-ώ». Το ρήμα «ικανέω-ώ» και «ικανέομαι-ούμαι», που δεν διατηρήθηκε στη νέα ελληνική, διατηρήθηκε στην ποντιακή και είναι το πολύ γνωστό μας «κανείται» (=φτάνει, είναι αρκετό). Το ίδιο συμβαίνει και με την ευκτική αορίστου β΄ του ρήματος «λαγχάνω», η οποία διατηρείται στην ποντιακή στο γ΄ ενικό για να εκφράζει πιθανότητα κι ευχή (π.χ. λάχ’ επορούν κι έρχουνταν), ενώ στη νέα ελληνική δεν διατηρήθηκε το ρήμα αυτό, παρά μόνο τα παράγωγά του, όπως: «λαχνός», «λαχείο», «λαχειοφόρος» κτλ. Εκτός από πολλά ρήματα της αρχαίας ελληνικής που διατηρήθηκαν ακέραια στην ποντιακή, υπάρχουν και αρκετά ουσιαστικά της αρχαίας που βρίσκονται εγγύτερα στην ποντιακή απ’ ό,τι στη νέα ελληνική. Η μελέτη αυθεντικών κειμένων της ποντιακής προσφέρει στους αθεράπευτους νοσταλγούς μοναδική ευκαιρία αναβάπτισης στην «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» της παράδοσής μας. Η εντρύφηση σε αυτά αποτελεί κοινωνία από τα νάματα των πηγών της ιστορικής μας μνήμης και μέθεξη. Η περιήγησή τους προσδίδει άφατη χαρά και ικανοποίηση, ζείδωρη πνοή και γιατρικό στον αβάσταχτο πόνο της προσφυγιάς, στον ίμερο της αλησμόνητης Πατρίδας. Απαλό χάδι στα αυτιά και την ψυχή, που στο άκουσμά της «...για μια στιγμή επιστρέφουν ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας σα μουσική τη νύχτα μακρινή…».2 Έν’ τη ψης εμουν το φαϊστικόν.3 Στάθης Ταξίδης, Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας Πηγή "Pontos news" Περισσότερα
0 Comments
Leave a Reply. |
Ellopia Press ExpressWe published them , you find everything here electronically Ellopia Press Magazine
Categories
All
Archives
April 2023
|